τζίτζιφο

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν
βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του αρχ. ζίζυφον].