τιμολογώ

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

Ν
καθορίζω την τιμή εμπορεύματος που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με το κόστος παραγωγής του αλλά και το επιθυμητό κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].