τοιχοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = τειχοποιός, Milet.7.69.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. αν.) τειχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ποιός].
Full diacritics: τοιχοποιός | Medium diacritics: τοιχοποιός | Low diacritics: τοιχοποιός | Capitals: ΤΟΙΧΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: toichopoiós | Transliteration B: toichopoios | Transliteration C: toichopoios | Beta Code: toixopoio/s |
ὁ, = τειχοποιός, Milet.7.69.
ὁ, Α
(δ. αν.) τειχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ποιός].