τονία

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, ein Teil der τροχαλία, Poll. 10, 31.

Greek Monolingual

ἡ, Α τόνος
τμήμα τροχαλίας.