τραγόπαπας

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(χλευαστικά) παπάς, τραγογένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + παπάς].