τρακαρίζομαι
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Ν
παθαίνω τρακ, τά χάνω («τρακαρίστηκε όταν τήν κάλεσαν μπροστά στην εξεταστική επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρακ, κατά τα ρ. σε -αρίζω (πρβλ. λαχταρίζω)].