λαχταρίζω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ λαχταρίζω και λακταρίζω)
1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα
2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω
3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα
4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα
θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. λαχταρίζω πιθ. < λακτίζω, αναλογικά προς τα σπαρταρίζω, σταμαρίζω, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < λαχτάρα].