επιτροπή

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτροπή)
νεοελλ.
1. συμβούλιο ανθρώπων στους οποίους έχει ανατεθεί κάποιο έργο
(«κοινοβουλευτική, εφορευτική, εξεταστική επιτροπή» κ.λπ.)
2. συνένωση προσώπων που έχουν εκλεγεί από μια αρχή ή συνέλευση ή ένωση ιδιωτών για την έρευνα ορισμένων θεμάτων ή για την άσκηση ορισμένης εξουσίας κ.λπ.
μσν.
1. εντολή, διαταγή
2. (νομ.) προστασία ανηλίκου, επιτροπεία
αρχ.-μσν.
υποχώρηση, φυγή
αρχ.
1. προσφυγή σε διαιτησία για επίλυση αμφισβητούμενης διαφοράς
2. γεν. δύναμη, εξουσία για αποφάσεις, πληρεξουσιότητα («διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐπιτροπήν», Πολ.)
3. η εξουσία του επιτρόπου, του επιστάτη, του οικονόμου
4. γεν. διοίκηση, διακυβέρνηση
5. (ειδ.) η εξουσία του ρωμαίου επιτρόπου
6. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο διάδικος δηλώνει την εμπιστοσύνη του στην κρίση τών δικαστών και την απόφασή του να υπακούσει στην κρίση τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτρέπω. Η αρχική σημασία της «ενεργείας της διαιτησίας» δήλωσε στη συνέχεια και τα «πρόσωπα που ασκούν διαιτησία» ή γενικά την εποπτεία οποιουδήποτε έργου, δηλ. τα μέλη της επιτροπής].