τρακατρούκα

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

και στρακαστρούκα, η, Ν
1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα
2. στον πληθ. οι τρακατρούκες
μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα τρούκα που παράγει].