τραπεζογραμμάτιο

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το χάρτινο νόμισμα, αλλ. χαρτονόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γραμμάτιο. Η λ., στον πληθ. τραπεζογραμμάτια, μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Σκαλτσούνη].