γραμμάτιο

Greek Monolingual

το (AM γραμμάτιον)
έγγραφη εντολή προς εξόφληση χρηματικού ποσού σε καθορισμένη ημερομηνία
(αρχ. μσν.) επιστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. γράμμα. Η λ. γραμμάτιο «επιστολή» πέρασε στην ορολογία τών οικονομικών επιστημών και ειδικότερα σ' αυτή του αστικού-εμπορικού δικαίου (πρβλ. συναλλαγματική)].