χαρτονόμισμα
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Greek Monolingual
το, Ν
(οικον.) μορφή χρήματος, από ειδικής ποιότητας χαρτί, συνήθως μεγαλύτερης αξίας από τα κέρματα, με την οποία καλύπτεται ο κύριος όγκος της νομισματικής κυκλοφορίας, αλλ. τραπεζογραμμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + νόμισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 σε Ψήφισμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].