τραχηλέα

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek (Liddell-Scott)

τραχηλέα: ἡ, ἡ νῦν λεγομένη «τραχηλιά», Νικήτ. Χρον. 284Α.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. τραχηλιά.