τριαύλαξ

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-αύλακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. πολυαῦλαξ)].