ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-ές Ν
χημ. (για χημ. στοιχείο) αυτός που έχει σθένος τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δισθενής. Το επίθ., στο ουδ. τρισθενές (άτομον), μαρτυρείται από το 1888 στον Οθ. Ρουσόπουλο].