τρισκόταδο

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

το, Ν
πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι- + σκοτάδι].