τρισκόταδο

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

το, Ν
πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι- + σκοτάδι].