τριφαής

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφαής: -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, τριλαμπής, Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπταφαής].

German (Pape)

ές, in dreifachem Lichte, Sp.