ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
και τρουμπέτα, η, Νσάλπιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombetta, υποκορ. του tromba (πρβλ. τρόμπα)].