βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
και τρουμπέτα, η, Νσάλπιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombetta, υποκορ. του tromba (πρβλ. τρόμπα)].