τρομπέτα

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

και τρουμπέτα, η, Ν
σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombetta, υποκορ. του tromba (πρβλ. τρόμπα)].