τρόμπα

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

και τρούμπα, η, Ν
1. αντλία νερού
2. αεραντλία
3. σάλπιγγα («παίζει τρόμπα»)
4. ψεκαστήρας
5. μτφ. αυνανισμός
6. φρ. α) «το ρίχνει με την τρόμπα» — βρέχει πάρα πολύ
β) «τρόμπα μαρίνα»
i) τηλεβόας
ii) μεγάλο κοχύλι με το οποίο τα ιστιοφόρα πλοία μεταδίδουν ηχητικά σήματα κατά τη διάρκεια ομίχλης, αλλ. μπουρού
γ) «πήρε την τρόμπα μαρίνα» — το 'κάνε βούκινο, διέδωσε παντού το μυστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. trόmba «αντλία, σάλπιγγα»].