τσάκιση

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

η, Ν τσακίζω
1. πτυχή υφάσματος
2. το σημείο στο οποίο γίνεται η πτυχή.