φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
το, Ν1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμόςβ) δυσανασχέτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].