τσινιά

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

και τζινιά, η, Ν
κλοτσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. τσιμπιά)].