τσομπάνισσα
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
τσοπάνης, ο, θηλ. τσοπάνα, τσομπάνα και τσοπάνισσα, τσομπάνισσα, Ν
ποιμένας, βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coban].