ποιμένας

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ο / ποιμήν, -ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α
1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός
2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία του Χριστού) πνευματικός αρχηγός, ηγέτης («αὐτὸς ἔδωκε... τοὺς εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους», ΚΔ)
3. μτφ. (συν. ως προσωνυμία βασιλέων και ηγεμόνων) εθνάρχης, κυβερνήτης («Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ο καλός ποιμήν»
εκκλ. παλαιοχριστιανική συμβολική παράσταση του Χριστού ως καλού βοσκού που φροντίζει τα λογικά πρόβατα, τους πιστούς, η οποία στηρίζεται στα λόγια του Χριστού («ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλός»)
νεοελλ.
1. (στους Έλληνες διαμαρτυρομένους) τίτλος ιερέα, πάστορας
2. ο τέταρτος βαθμός στην ιεραρχία της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. κύριος («πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνάσκοντι στυγερώτατος» Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποι-μήν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pō(i)-/ pō-y- «προστατεύω, προφυλάσσω» με βουκολική σημ. και αντιστοιχεί με το λιθουαν. piemuō «νεαρός βοσκός». Στη λ. ποι-μήν εμφανίζεται βραχύφωνη δίφθογγος (νόμος Osthoff) και επίθημα -μην (πρβλ. λιμήν, πυθμήν). Μακρόφωνος φωνηεντισμός -ω- με παρέκταση -y- μαρτυρείται στον τ. πῶυ «ποίμνιο, κοπάδι» που αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. pāyu- και αβεστ. pāyu- (πρβλ. αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η λ. πῶμα «κάλυμμα, σκέπασμα» (πρβλ. και λατ. pāsco «βόσκω»).
ΠΑΡ. ποιμαίνω, ποιμενικός, ποίμνη
αρχ.
ποιμένιον, ποιμένιος, ποιμένισσα
μσν.
ποιμενόθι
νεοελλ.
ποιμενίς, ποιμενισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ποιμάνωρ
μσν.- νεοελλ.
ποιμενάρχης. (Β' συνθετικό) αρχιποιμήν
αρχ.
επιποιμήν
νεοελλ.
βλαχοποιμένας].

Translations

shepherd

Aghwan: 𐔰𐕚𐔴𐕔; Albanian: bari, çoban; Arabic: رَاعٍ‎; Egyptian Arabic: راعي‎; Moroccan Arabic: سارح‎, سارْحة‎; Armenian: հովիվ, չոբան; Aromanian: picurar, uiar; Assamese: ভেৰাৰখীয়া; Asturian: pastor; Azerbaijani: çoban; Bakhtiari: شوں‎; Bashkir: көтөүсе; Basque: artzain; Belarusian: пастух, пастыр; Breton: bugul; Bulgarian: пастир; Burmese: သိုးထိန်း; Catalan: pastor; Chichewa: mbusa; Chinese Mandarin: 牧羊人, 羊倌, 牧民, 牧人; Coptic: ⲙⲁⲛⲉⲥⲟⲟⲩ; Cornish: bugel; Czech: pastýř, pasák; Danish: fårehyrde; Dutch: herder, schaapherder; Esperanto: ŝafisto, ŝafistino; Estonian: karjus, lambur; Finnish: lammaspaimen; French: berger, bergère, pasteur, pâtre, pastoureau; Friulian: piorâr, fedâr, pastôr; Galician: pastor, pegureiro; Georgian: მწყემსი, მეცხვარე, ჩობანი; German: Schäfer, Schafhirt, Hirt, Hirte; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Greek: βοσκός, τσοπάνης; Ancient Greek: ἀρηνοβοσκός, βοσκός, βοσκὸς προβάτων, βόσκων, μηλάτης, μηλοβότας, μηλοβοτήρ, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, νομεὺς προβάτων, οἰονόμος, ποιμάνωρ, ποιμήν, προβατοβοσκός; Hebrew: רוֹעֶה‎; Hindi: गड़ेरिया, चूपान; Hungarian: pásztor, juhász; Hunsrik: Schefer, Schefrin; Icelandic: hirðir, fjárhirðir, smali, smalamaður; Irish: aoire, tréadaí, buachaill caorach; Middle Irish: áegaire; Old Irish: oegaire; Italian: pastore, pecoraio, pecoraro; Japanese: 羊飼い, 牧人; Kazakh: малшы, қойшы; Khmer: មេសបាល, មេសបាលី; Kikuyu: mũrĩithi; Korean: 목자(牧者), 양치기; Kurdish Central Kurdish: شوان‎; Northern Kurdish: şivan; Kyrgyz: малчы; Lao: ຄົນລ້ຽງແກະ; Latin: pastor, upilio, pecorarius; Latvian: gans; Lezgi: чубан; Ligurian: pastô; Lithuanian: piemuo; Luxembourgish: Schéifer; Macedonian: овчар, пастир, чобан; Malay: gembala, penggembala; Maltese: ragħaj; Manx: bochil; Mazanderani: کرد‎, گسن کرد‎; Middle English: schepherde; Mongolian Cyrillic: хоньчин; Mongolian: ᠬᠣᠨᠢᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Northern Sami: geahčči; Norwegian Bokmål: gjeter, hyrde; Nynorsk: gjetar, hjuring; Occitan: pastre, oelhièr; Old English: sċēaphierde; Old Occitan: pastor; Ossetian: фиййау; Ottoman Turkish: چوبان‎; Pashto: شپون‎; Persian: چوپان‎, چوپون‎, شبان‎, شوان‎, چوبان‎; Plautdietsch: Hoad; Polish: pasterz, pastuch, baraniarz, owczarz; Portuguese: pastor, pegureiro, ovelheiro; Romanian: cioban, oier, păstor, păcurar; Russian: пастух, пастушка, овчар, чабан, пастырь; Sanskrit: अविपाल; Sardinian: pastori, berbecarju, berbecàlgiu, berbegarzu; Scottish Gaelic: buachaill-chaorach, cìobair, aoghaire; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Sicilian: pasturi, picuraru; Slovak: pastier; Slovene: pastir; Southern Altai: малчы, кӱдӱчи; Spanish: pastor, ovejero; Sumerian: 𒉺𒇻; Swahili: mchungaji; Swedish: fåraherde; Tabasaran: габан; Tajik: чӯпон; Tarifit: arinti; Tatar: көтүче; Thai: เมษบาล, คนเลี้ยง; Turkish: çoban; Turkmen: çopan; Tuvan: хойжу; Ugaritic: 𐎗𐎓𐎊; Ukrainian: пастух, пастир; Urdu: چوپان‎; Uyghur: چۇپان‎; Uzbek: cho'pon; Venetian: pastor, piegoràro; Vietnamese: người chăn cừu; Volapük: jipigaledan, galedanapul, galedanahipul, galedanajipul; Walloon: bierdjî, biedjresse; Welsh: bugail; Yiddish: פּאַסטעך‎, פּאַסטושקע‎; Zazaki: şıwane, şıwani