τσουρμάρω

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

Ν τσούρμα / τσούρμο
1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα του πλοίου μου
2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.