τσουρμάρω

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

Ν τσούρμα / τσούρμο
1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα του πλοίου μου
2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.