τσουρμάρω

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

Ν τσούρμα / τσούρμο
1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα του πλοίου μου
2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.