Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Ν τσούρμα / τσούρμο1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα του πλοίου μου2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.