Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
το, Ν
1. πλήρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου
2. πλήθος («έκαναν ένα τσούρμο παιδιά»)
3. φρ. «κάνω τσούρμο» — τσουρμάρω
4. (ως επίρρ.) πολλοί μαζί, ομαδικά («μας ήρθαν τσούρμο χωρίς να ειδοποιήσουν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τσούρμα, κατά τα ουδ.].