τσούρμο
From LSJ
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
το, Ν
1. πλήρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου
2. πλήθος («έκαναν ένα τσούρμο παιδιά»)
3. φρ. «κάνω τσούρμο» — τσουρμάρω
4. (ως επίρρ.) πολλοί μαζί, ομαδικά («μας ήρθαν τσούρμο χωρίς να ειδοποιήσουν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τσούρμα, κατά τα ουδ.].