τσόχινος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τσόχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσόχα + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος)].