Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω
1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό
είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.