Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυλιχτός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω
1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό
είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.