τυλιχτός

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω
1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό
είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.