τυποκρατία

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η, Ν
υπερτίμηση τών τύπων, της μορφής, έναντι της ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].