τυποκρατία

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

η, Ν
υπερτίμηση τών τύπων, της μορφής, έναντι της ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].