τυφεκιοφόρος

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek Monolingual

και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν
στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + -φόρος. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].