τυφεκιοφόρος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν
στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + -φόρος. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].