τυφώνιος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 1166] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so.

Greek Monolingual

και τυφώνειος και τυφαόνιος, -(ε)ία, -ον, Α Τυφῶν, -ῶνος / Τυφάων]
1. τυφωνικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι
α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις
β) (κατ' επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τυφωνία
το γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες φυτό αγριολεβάντα και χαμολίβανο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφώνιον
γάιδαρος.

Russian (Dvoretsky)

τῡφώνιος: тифонов, т. е. суровый, грубый (σκληρία Plut.).