υγροκιρσοκήλη

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιατρ. κιρσοκήλη που συνοδεύεται από συγκέντρωση υγρού στο όσχεο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κιρσοκήλη.