υγρονόμος

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που ζει στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -νόμος].