υγρονόμος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που ζει στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -νόμος].