υγροτροπισμός

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. α) αυξητική κίνηση προσανατολισμού ενός φυτού ως απόκριση στην υγρασία του εδάφους ή του αέρα
β) (καταχρ.) υγροταξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + τροπισμός].