απόκριση
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
η (AM ἀπόκρισις)
1. απάντηση
2. απολογία
3. η απέκκριση
αρχ.-μσν.
αποστολή, παραγγελία
αρχ.
1. διαχωρισμός, διάκριση
2. είδος χορού.