υδρόμυλος

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

ο / ὑδρόμυλος, ΝΜΑ
μύλος κινούμενος με την ενέργεια της ροής ή της πτώσης νερού, νερόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μύλος.