υδρόμφαλος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
ο / ὑδρόμφαλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό
αρχ.
αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ὀμφαλός.