υλόβιος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
ο / ὑλόβιος, ΝΑ, και δ. γρφ. ὑλήβιος Α
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο
αρχ.
1. αυτός που ζει στα δάση ή τρέφεται από τους καρπούς του δάσους
2. στον πληθ. oἱ ὑλόβιοι
ονομασία μιας αίρεσης ερημιτών στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hylobius].