Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
-α, -ο
1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῖ
2. το ουδ. ως ουσ. το αντιδάνειο
γλωσσ. λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.