υμνόφιλος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)].