υπέρκοσμος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-ον, Μ
υπερκόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κόσμος, (πρβλ. περί-κοσμος, σύγ-κοσμος)].