Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
-ον, Α ἰσχυρός(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.