υπερδεκαπλάσιος

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερδεκαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ δεκαπλάσιος
περισσότερο από δεκαπλάσιος.